- αμφιθέατρος
- ἀμφιθέατρος, -ον (Α)το σημείο ή ο τόπος, από όπου μπορεί κανείς να βλέπει προς κάθε κατεύθυνση2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμφιθέατρο*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + θέατρον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφιθέατρον — ἀμφιθέᾱτρον , ἀμφιθέατρον neut nom/voc/acc sg ἀμφιθέατρος having seats for spectators all round masc/fem acc sg ἀμφιθέατρος having seats for spectators all round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Amphitheāter, das — Das Amphitheāter, des s, plur. ut nom. sing. von dem Griech. Αμφιθεατρος, bey den ehemahligen Griechen und Römern, ein von verschiedenen über einander befindlichen Reihen Sitzen eingeschlossener runder Schauplatz, auf welchem die Fechter und… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή … Dictionary of Greek
ἀμφιθεάτρου — ἀμφιθεά̱τρου , ἀμφιθέατρον neut gen sg ἀμφιθέατρος having seats for spectators all round masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιθεάτρῳ — ἀμφιθεά̱τρῳ , ἀμφιθέατρον neut dat sg ἀμφιθέατρος having seats for spectators all round masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιθέατρα — ἀμφιθέᾱτρα , ἀμφιθέατρον neut nom/voc/acc pl ἀμφιθέατρος having seats for spectators all round neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)